κεντρομανής

κεντρομανής
κεντρο-μᾰνής, ές,
A maddened by the spur, AP13.18 (Parmeno; -ρραγῆ cod.).
II ἄγκιστρον κ., of love, maddening by its barbs, ib.5.246 (Maced.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεντρομανές — κεντρομανής maddened by the spur masc/fem voc sg κεντρομανής maddened by the spur neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”